- πεντήκοντα
- ΝΜΑ, πενήντα ΝΜ, πεντῆντα και, αιολ. και βοιωτ. τ., πεντείκοντα Αάκλ. απόλυτο αριθμητικό που δηλώνει ποσότητα που συνίσταται σε πέντε δεκάδες και το οποίο έχει ως αραβικό σύμβολό του το 50, ως αρχαίο ελληνικό το ν' και ως λατινικό το >νεοελλ.1. αυτός που σε μια αριθμητική σειρά ή τάξη έχει τον αριθμό πενήντα, ο πεντηκοστός («είναι στα πενήντα» — είναι στο πεντηκοστό έτος τής ηλικίας του)2. (με αρθρ. ουδ. ως ουσ.) το πεντήκοντα και συνήθως το πενήντα- καθετί το οποίο φέρει αυτόν τον αριθμό («το πενήντα δωμάτιο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντ- + -ή-κοντα (πρβλ. εξ-ή-κοντα, ογδο-ή-κοντα). Το -η-(-ē-) τού τ. απαντά και σε τ. άλλων γλωσσών (πρβλ. ινδ. pancā-śat-, αρμεν. yi-sun). To β' συνθετικό -κοντα ανάγεται σε ΙΕ τ. *dkomt «δεκάδα» με δυσερμήνευτη κατάλ. -α (πρβλ. τριάκοντα). Ο τ. πεντῆντα, τέλος, είναι μτγν., ενώ το πενήντα < πεντῆντα (ανομοιωτικά) < πεντήκοντα (πρβλ. εξήντα < εξήκοντα)].
Dictionary of Greek. 2013.